Πτωχοπρόδρομος — ο παρατσούκλι του Βυζαντινού ποιητή Θεόδωρου Πρόδρομου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
πτωχοπροδρομισμός — ο, Ν 1. η ιδιότητα που αρμόζει στον Πτωχοπρόδρομο, προσωνυμία που δόθηκε στον ποιητή τού 12ου αιώνα Θεόδωρο Πρόδρομο λόγω τού χαρακτήρα του, μεμψιμοιρία, γκρίνια, κλάψα, μουρμούρα 2. δουλοπρέπεια, ραγιαδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πτωχοπρόδρομος +… … Dictionary of Greek
φτωχοπρόδρομος — Βυζαντινός ποιητής του 12ου αι. Bλ. λ. Πρόδρομος, Θεόδωρος. * * * ο, Ν πτωχοπρόδρομος … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
φτωχοπρόδρομος — ο 1. λόγιος που μιλά για τα βάσανα της φτώχειας του και εκλιπαρεί τη βοήθεια γνωρίμων και πλουσίων (όπως έκανε στον 11ο αι. ο βυζαντινός ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος, που ονομάστηκε γι’ αυτό Πτωχοπρόδρομος). 2. μτφ., άνθρωπος γκρινιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)